βιβλιολογία

βιβλιολογία
η
οι γνώσεις που είναι σχετικές με το υλικό μέρος των βιβλίων, όπως με την κατασκευή τους, με τα σύμβολα των παλιών τυπογράφων και άλλα σχετικά ζητήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιβλιολογία — Η εξέταση του βιβλίου από διάφορες απόψεις που μπορούν να το αφορούν, αποτελεί τη β. Μολονότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς γιανα υποδηλώσει τη βιβλιογραφία, είναι δυνατή η διάκριση πολλών υποδιαιρέσεων –μεταξύ των οποίων η ίδια η… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιογραφία — Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν Σαρλ (1608 1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιβλιολογία …   Dictionary of Greek

  • βιβλιολόγος — ο αυτός που ασχολείται με τη βιβλιολογία …   Dictionary of Greek

  • Ντελόπουλος, Κυριάκος — (Κέρκυρα 1933 –). Βιβλιοθηκονόμος, βιβλιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και βιβλιοθηκονομία στις ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε ως βιβλιοθηκάριος, αρχικά, και διευθυντής βιβλιοθηκών του Κολλεγίου Αθηνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”